- ἀγόνατος
- ἀγόνᾰτος, ον, ([etym.] γόνυ)A without a knee, Arist.IA709a3.II of plants, without knots or joints, Id.Fr.195, Thphr.HP4.8.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγόνατος — ἀγόνατος, ον (Α) [γόνυ] 1. αυτός που δεν έχει γόνατο 2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια» … Dictionary of Greek
ἀγόνατος — without a knee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγόνατος — η, ο (βοτ.), αυτός που δεν έχει γόνατα, κόμπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγόνατον — ἀγόνατος without a knee masc/fem acc sg ἀγόνατος without a knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονάτῳ — ἀγόνατος without a knee masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνατοι — ἀγόνατος without a knee masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek